Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpeccàto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [pekˈkato] το κρίμα, η αμαρτία permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαche peccato! = τι κρίμα! Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |