Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


peccàto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [pekˈkato]

το κρίμα, η αμαρτία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  peccare peccatore  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


che peccato! = τι κρίμα!


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

peccabilità (θηλ.ουσ)
peccaminosamente (επίρ.)
peccaminosità (θηλ.ουσ)
peccaminoso (επίθ.)
peccare (ρ.αμτβ.)
peccato (ουσ αρσ )
peccatore (αρσ. επίθ και ουσ)
pecchia (θηλ.ουσ)
pecchione (ουσ αρσ )
pece (θηλ.ουσ)
pecetta (θηλ.ουσ)
pechblenda (θηλ.ουσ)
pechinese (ουσ αρσ και θηλ.)
pechinese (επίθ.)
pechino (ουσ αρσ )
pechinologia (θηλ.ουσ)
pechinologo (ουσ αρσ )
pecioso (επίθ.)
pecora (θηλ.ουσ)
pecoraggine (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---