Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


pechinologia  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [pekinoloˈʤia]

μελέτη των θεμάτων των σχετικών με την Κίνα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  pechino pechinologo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

pecetta (θηλ.ουσ)
pechblenda (θηλ.ουσ)
pechinese (ουσ αρσ και θηλ.)
pechinese (επίθ.)
pechino (ουσ αρσ )
pechinologia (θηλ.ουσ)
pechinologo (ουσ αρσ )
pecioso (επίθ.)
pecora (θηλ.ουσ)
pecoraggine (θηλ.ουσ)
pecoraia (θηλ.ουσ)
pecoraio (αρσ. επίθ και ουσ)
pecorame (ουσ αρσ )
pecorella (θηλ.ουσ)
pecoresco (επίθ.)
pecorile (ουσ αρσ )
pecorile (επίθ.)
pecorino (ουσ αρσ )
pecorino (επίθ.)
pecorone (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---