Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


pecióso  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [peˈʧoso], [peˈʧozo]

1 θεοσκότεινος
2 μαύρος σαν κατράμι
3 πισσωτός
4 πισσαρισμένος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  pechinologo pecora  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

pechinese (ουσ αρσ και θηλ.)
pechinese (επίθ.)
pechino (ουσ αρσ )
pechinologia (θηλ.ουσ)
pechinologo (ουσ αρσ )
pecioso (επίθ.)
pecora (θηλ.ουσ)
pecoraggine (θηλ.ουσ)
pecoraia (θηλ.ουσ)
pecoraio (αρσ. επίθ και ουσ)
pecorame (ουσ αρσ )
pecorella (θηλ.ουσ)
pecoresco (επίθ.)
pecorile (ουσ αρσ )
pecorile (επίθ.)
pecorino (ουσ αρσ )
pecorino (επίθ.)
pecorone (ουσ αρσ )
pecorume (ουσ αρσ )
pectico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---