Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


pèctico  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈpɛktiko]

1 πηκτινικός
2 πηκτικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  pecorume pectina  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

pecorile (επίθ.)
pecorino (ουσ αρσ )
pecorino (επίθ.)
pecorone (ουσ αρσ )
pecorume (ουσ αρσ )
pectico (επίθ.)
pectina (θηλ.ουσ)
peculato (ουσ αρσ )
peculiare (επίθ.)
peculiarità (θηλ.ουσ)
peculio (ουσ αρσ )
pecunia (θηλ.ουσ)
pecuniario (επίθ.)
pedaggio (ουσ αρσ )
pedagna (θηλ.ουσ)
pedagogia (θηλ.ουσ)
pedagogico (επίθ.)
pedagogista (ουσ αρσ και θηλ.)
pedagogizzare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
pedagogo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---