Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


pectìna  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [pekˈtina]

Πηκτίνη


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  pectico peculato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

pecorino (ουσ αρσ )
pecorino (επίθ.)
pecorone (ουσ αρσ )
pecorume (ουσ αρσ )
pectico (επίθ.)
pectina (θηλ.ουσ)
peculato (ουσ αρσ )
peculiare (επίθ.)
peculiarità (θηλ.ουσ)
peculio (ουσ αρσ )
pecunia (θηλ.ουσ)
pecuniario (επίθ.)
pedaggio (ουσ αρσ )
pedagna (θηλ.ουσ)
pedagogia (θηλ.ουσ)
pedagogico (επίθ.)
pedagogista (ουσ αρσ και θηλ.)
pedagogizzare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
pedagogo (ουσ αρσ )
pedalabile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---