Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


peculiàre  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [pekuˈljare]

1 ιδιάζων
2 εκκεντρικός
3 ειδικός
4 παράξενος
5 παράδοξος
6 ιδιόμορφος
7 ασυνήθιστος
8 ξεχωριστός
9 ιδιόρρυθμος
10 ιδιαίτερος
11 αξιοπερίεργος
12 διακριτικός
13 χαρακτηριστικός
14 προσιδιάζων


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  peculato peculiarità  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

pecorone (ουσ αρσ )
pecorume (ουσ αρσ )
pectico (επίθ.)
pectina (θηλ.ουσ)
peculato (ουσ αρσ )
peculiare (επίθ.)
peculiarità (θηλ.ουσ)
peculio (ουσ αρσ )
pecunia (θηλ.ουσ)
pecuniario (επίθ.)
pedaggio (ουσ αρσ )
pedagna (θηλ.ουσ)
pedagogia (θηλ.ουσ)
pedagogico (επίθ.)
pedagogista (ουσ αρσ και θηλ.)
pedagogizzare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
pedagogo (ουσ αρσ )
pedalabile (επίθ.)
pedalare (ρ.αμτβ.)
pedalata (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---