Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpeculiarità
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [pekuljariˈta] 1 ιδιομορφία 2 γνώρισμα 3 μοναδικότητα 4 εξαιρετικότητα 5 ιδιορρυθμία 6 ιδιαιτερότητα 7 χαρακτηριστικό 8 ιδιότητα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |