Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


pecùlio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [peˈkuljo]

1 αποθεματικό χρημάτων
2 αποταμίευμα
3 κομπόδεμα
4 αποταμίευση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  peculiarità pecunia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

pectico (επίθ.)
pectina (θηλ.ουσ)
peculato (ουσ αρσ )
peculiare (επίθ.)
peculiarità (θηλ.ουσ)
peculio (ουσ αρσ )
pecunia (θηλ.ουσ)
pecuniario (επίθ.)
pedaggio (ουσ αρσ )
pedagna (θηλ.ουσ)
pedagogia (θηλ.ουσ)
pedagogico (επίθ.)
pedagogista (ουσ αρσ και θηλ.)
pedagogizzare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
pedagogo (ουσ αρσ )
pedalabile (επίθ.)
pedalare (ρ.αμτβ.)
pedalata (θηλ.ουσ)
pedalatore (ουσ αρσ )
pedale (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---