Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpecùlio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [peˈkuljo] 1 αποθεματικό χρημάτων 2 αποταμίευμα 3 κομπόδεμα 4 αποταμίευση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |