Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpecorìle
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [pekoˈrile] μαντρί pecorìle επίθετο Προσφορά I.P.A.: [pekoˈrile] 1 πρόβιος 2 προβατίσιος 3 ο του προβάτου permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |