Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


pechinése  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [pekiˈnese], [pekiˈneze]

κάτοικος του Πεκίνου

pechinése  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [pekiˈnese], [pekiˈneze]

ο του Πεκίνου


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  pechblenda pechino  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

pecchia (θηλ.ουσ)
pecchione (ουσ αρσ )
pece (θηλ.ουσ)
pecetta (θηλ.ουσ)
pechblenda (θηλ.ουσ)
pechinese (ουσ αρσ και θηλ.)
pechinese (επίθ.)
pechino (ουσ αρσ )
pechinologia (θηλ.ουσ)
pechinologo (ουσ αρσ )
pecioso (επίθ.)
pecora (θηλ.ουσ)
pecoraggine (θηλ.ουσ)
pecoraia (θηλ.ουσ)
pecoraio (αρσ. επίθ και ουσ)
pecorame (ουσ αρσ )
pecorella (θηλ.ουσ)
pecoresco (επίθ.)
pecorile (ουσ αρσ )
pecorile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---