Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpeccaminóso
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [pekkamiˈnoso], [pekkamiˈnozo] 1 κριματισμένος 2 αμαρτωλός 3 διεφθαρμένος 4 κολασμένος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |