Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpeccatóre
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [pekkaˈtore] 1 κριματισμένος 2 ανήθικος 3 βιτσιόζος 4 αμαρτωλός 5 διεφθαρμένος 6 κολασμένος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |