Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


pècca  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈpɛkka]

1 ατέλεια κατασκευής
2 κουσούρι
3 ελάττωμα
4 μειονέκτημα
5 ατέλεια
6 αδυναμία
7 έλλειψη


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  pecari peccabile  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

pazzoide (ουσ αρσ )
pazzoide (επίθ.)
peana (ουσ αρσ )
pecan (ουσ αρσ )
pecari (ουσ αρσ )
pecca (θηλ.ουσ)
peccabile (επίθ.)
peccabilità (θηλ.ουσ)
peccaminosamente (επίρ.)
peccaminosità (θηλ.ουσ)
peccaminoso (επίθ.)
peccare (ρ.αμτβ.)
peccato (ουσ αρσ )
peccatore (αρσ. επίθ και ουσ)
pecchia (θηλ.ουσ)
pecchione (ουσ αρσ )
pece (θηλ.ουσ)
pecetta (θηλ.ουσ)
pechblenda (θηλ.ουσ)
pechinese (ουσ αρσ και θηλ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---