Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpecàn
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [peˈkan] 1 ενυδρίδα Martes pennanti 2 δέντρο carya ilionensis permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |