Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


peàna  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [peˈana]

Παιάνας


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  pazzoide pecan  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

pazzia (θηλ.ουσ)
pazzo (ουσ αρσ )
pazzo (επίθ.)
pazzoide (ουσ αρσ )
pazzoide (επίθ.)
peana (ουσ αρσ )
pecan (ουσ αρσ )
pecari (ουσ αρσ )
pecca (θηλ.ουσ)
peccabile (επίθ.)
peccabilità (θηλ.ουσ)
peccaminosamente (επίρ.)
peccaminosità (θηλ.ουσ)
peccaminoso (επίθ.)
peccare (ρ.αμτβ.)
peccato (ουσ αρσ )
peccatore (αρσ. επίθ και ουσ)
pecchia (θηλ.ουσ)
pecchione (ουσ αρσ )
pece (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---