Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


pazzaménte  
επίρρημα

Προσφορά I.P.A.: [pattsaˈmente]

1 πάρα πολύ
2 άγρια
3 μανιωδώς
4 τα πάνω κάτω
5 τρελά


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  pazienza pazzeggiare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

pazientare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
paziente (ουσ αρσ )
paziente (επίθ.)
pazientemente (επίρ.)
pazienza (θηλ.ουσ)
pazzamente (επίρ.)
pazzeggiare (ρ.αμτβ.)
pazzerello (ουσ αρσ )
pazzerello (επίθ.)
pazzerellone (ουσ αρσ )
pazzerellone (επίθ.)
pazzesco (επίθ.)
pazzia (θηλ.ουσ)
pazzo (ουσ αρσ )
pazzo (επίθ.)
pazzoide (ουσ αρσ )
pazzoide (επίθ.)
peana (ουσ αρσ )
pecan (ουσ αρσ )
pecari (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---