Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpauróso
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [pauˈroso], [pauˈrozo] 1 (persona) φοβιτσιάρης (-α, -ικο) 2 (evento) φοβερός (-ή, -ό) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |