Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpatùrnie
ουσιαστικό θηλυκό πληθυντικός Προσφορά I.P.A.: [paˈturnje] 1 ανία 2 κατήφεια 3 μελαγχολία 4 ζόφος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |