Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


patullare  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [patulˈlare]

1 χλευάζω
2 μυκτηρίζω
3 ειρωνεύομαι
4 γελοιοποιώ

patullàrsi  
ρήμα μέσο μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [patulˈlarsi]

Διασκεδάζω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  pattumiera paturnia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

pattuito (ουσ αρσ )
pattuito (επίθ.)
pattuizione (θηλ.ουσ)
pattume (ουσ αρσ )
pattumiera (θηλ.ουσ)
patullare (ρ. μτβ.)
patullarsi (ρ. μ. μτβ. και αμτβ.)
paturnia (θηλ.ουσ)
paturnie (θηλ. ουσ πληθ.)
pauperismo (ουσ αρσ )
pauperistico (επίθ.)
pauperizzare (ρ. μτβ.)
pauperizzazione (θηλ.ουσ)
paura (θηλ.ουσ)
paurosamente (επίρ.)
pauroso (επίθ.)
pausa (θηλ.ουσ)
pavana (θηλ.ουσ)
pavé (ουσ αρσ )
paventare (ρ. μτβ. και αμετβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---