Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


pattuizióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [pattuitˈtsjone]

1 συμφωνία
2 διαπραγμάτευση
3 κατανόηση
4 συνεννόηση
5 διάταξη
6 συνθήκη ή απαίτηση σε συμβόλαιο
7 συνομολόγηση
8 όρος συνθήκης
9 ρητή συμφωνία σε σύμβαση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  pattuito pattume  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

pattugliare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
pattugliatore (αρσ. επίθ και ουσ)
pattuire (ρ. μτβ.)
pattuito (ουσ αρσ )
pattuito (επίθ.)
pattuizione (θηλ.ουσ)
pattume (ουσ αρσ )
pattumiera (θηλ.ουσ)
patullare (ρ. μτβ.)
patullarsi (ρ. μ. μτβ. και αμτβ.)
paturnia (θηλ.ουσ)
paturnie (θηλ. ουσ πληθ.)
pauperismo (ουσ αρσ )
pauperistico (επίθ.)
pauperizzare (ρ. μτβ.)
pauperizzazione (θηλ.ουσ)
paura (θηλ.ουσ)
paurosamente (επίρ.)
pauroso (επίθ.)
pausa (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---