Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


pattugliàre  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [pattuʎˈʎare]

1 περιφέρομαι ως φρουρός
2 περιπολώ


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  pattugliamento pattugliatore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

pattino (ουσ αρσ )
pattino (ουσ αρσ )
patto (ουσ αρσ )
pattuglia (θηλ.ουσ)
pattugliamento (ουσ αρσ )
pattugliare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
pattugliatore (αρσ. επίθ και ουσ)
pattuire (ρ. μτβ.)
pattuito (ουσ αρσ )
pattuito (επίθ.)
pattuizione (θηλ.ουσ)
pattume (ουσ αρσ )
pattumiera (θηλ.ουσ)
patullare (ρ. μτβ.)
patullarsi (ρ. μ. μτβ. και αμτβ.)
paturnia (θηλ.ουσ)
paturnie (θηλ. ουσ πληθ.)
pauperismo (ουσ αρσ )
pauperistico (επίθ.)
pauperizzare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---