ItalianoGreco


Αποσαφήνιση

Η αναζήτηση σας έδωσε περισσότερα αποτελέσματα:
  • ()
  • () ΣΕ ΑΥΤΗ ΤΗ ΣΕΛΙΔΑ

pattìno  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [patˈtino]

1 το πατίνι
2 (a rotelle) τα πατίνια, τα τροχοπέδιλα,
3 (roller-skates) ρόλερ-σκέιτς


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---