Αποσαφήνιση
Η αναζήτηση σας έδωσε περισσότερα αποτελέσματα:
- pàttino (ουσ αρσ ) attrezzo
- pattìno (ουσ αρσ ) imbarcazione ΣΕ ΑΥΤΗ ΤΗ ΣΕΛΙΔΑ
pattìno
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [patˈtino]
1 το πατίνι
2 (a rotelle) τα πατίνια, τα τροχοπέδιλα,
3 (roller-skates) ρόλερ-σκέιτς