Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Αποσαφήνιση


Η αναζήτηση σας έδωσε περισσότερα αποτελέσματα:
  • pàttino (ουσ αρσ ) attrezzo ΣΕ ΑΥΤΗ ΤΗ ΣΕΛΙΔΑ
  • pattìno (ουσ αρσ ) imbarcazione


pàttino  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [patˈtino]

1 πλατφόρμα με ρόδες αεροσκάφους
2 ολισθητήρας ελκήθρου
3 τμήμα που ολισθαίνει
4 τμήμα σκέλους αεροσκάφους
5 λάμα παγοπέδιλου
6 πατίνι
7 παγοπέδιλο
8 δοκάρι γλιστρήματος ελκήθρου
9 τροχοπέδιλο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  pattinatore pattino  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

patteggiatore (ουσ αρσ )
pattinaggio (ουσ αρσ )
pattinare (ρ.αμτβ.)
pattinatoio (ουσ αρσ )
pattinatore (ουσ αρσ )
pattino (ουσ αρσ )
pattino (ουσ αρσ )
patto (ουσ αρσ )
pattuglia (θηλ.ουσ)
pattugliamento (ουσ αρσ )
pattugliare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
pattugliatore (αρσ. επίθ και ουσ)
pattuire (ρ. μτβ.)
pattuito (ουσ αρσ )
pattuito (επίθ.)
pattuizione (θηλ.ουσ)
pattume (ουσ αρσ )
pattumiera (θηλ.ουσ)
patullare (ρ. μτβ.)
patullarsi (ρ. μ. μτβ. και αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---