Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpattugliaménto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [pattuʎʎaˈmento] 1 περίπολος 2 περίπολο 3 περιπολία 4 καρακόλι permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |