Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpàtto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈpatto] η συνθήκη, η συμφωνία permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαa patto che = υπό τον όρο να... Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |