Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpattinatóre
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [pattinaˈtore] 1 κινούμενος με πατίνι 2 κινούμενος με τροχοπέδιλο 3 παγοδρόμος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |