Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


pattinàggio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [pattiˈnadʤo]

1 (su ghiaccio) το πατινάζ (στον πάγο)
2 (a rotelle) ρόλερ-σκέιτινγκ


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  patteggiatore pattinare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

patteggiabile (επίθ.)
patteggiamento (ουσ αρσ )
patteggiare (ρ.αμτβ.)
patteggiare (ρ. μτβ.)
patteggiatore (ουσ αρσ )
pattinaggio (ουσ αρσ )
pattinare (ρ.αμτβ.)
pattinatoio (ουσ αρσ )
pattinatore (ουσ αρσ )
pattino (ουσ αρσ )
pattino (ουσ αρσ )
patto (ουσ αρσ )
pattuglia (θηλ.ουσ)
pattugliamento (ουσ αρσ )
pattugliare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
pattugliatore (αρσ. επίθ και ουσ)
pattuire (ρ. μτβ.)
pattuito (ουσ αρσ )
pattuito (επίθ.)
pattuizione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---