Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


patteggiàre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [pattedˈʤare]

1 παζαρεύω
2 συμβιβάζομαι
3 διαπραγματεύομαι
4 βρίσκομαι σε συνεννόηση για κάποιο θέμα

patteggiàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [pattedˈʤare]

1 κανονίζω όρους συμφωνίας
2 παζαρεύω
3 συμφωνώ μετά από παραχωρήσεις
4 συνθηκολογώ


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  patteggiamento patteggiatore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

patrono (ουσ αρσ )
patta (θηλ.ουσ)
pattare (ρ. μτβ.)
patteggiabile (επίθ.)
patteggiamento (ουσ αρσ )
patteggiare (ρ.αμτβ.)
patteggiare (ρ. μτβ.)
patteggiatore (ουσ αρσ )
pattinaggio (ουσ αρσ )
pattinare (ρ.αμτβ.)
pattinatoio (ουσ αρσ )
pattinatore (ουσ αρσ )
pattino (ουσ αρσ )
pattino (ουσ αρσ )
patto (ουσ αρσ )
pattuglia (θηλ.ουσ)
pattugliamento (ουσ αρσ )
pattugliare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
pattugliatore (αρσ. επίθ και ουσ)
pattuire (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---