Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpàtta
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ˈpatta] 1 ισοπαλία 2 καπάκι που σκεπάζει φερμουάρ ή κουμπιά 3 καπάκι 4 άκρο πλατύ κουπιού 5 άγκιστρο άγκυρας permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |