Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

intessùto (επίθ.) intimìsmo (ουσ αρσ )
intestàbile (επίθ.) intimìsta (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
intestardìrsi (ρ. μ. αμτβ.) intimìstico (επίθ.)
intestàre (ρ. μτβ.) intimità (θηλ.ουσ)
intestarsi (ρ.μ. (αντων.)) intìmo (ουσ αρσ )
intestatàrio (ουσ αρσ ) ìntimo (επίθ.)
intestàto (ουσ αρσ ) intimorìre (ρ. μτβ.)
intestàto (επίθ.) intimorirsi (ρ.μ. (αντων.))
intestazióne (θηλ.ουσ) intìngere (ρ. μτβ.)
intestinàle (επίθ.) intìngolo (ουσ αρσ )
intestìno (ουσ αρσ ) intirizziménto (ουσ αρσ )
intestìno (επίθ.) intirizzìre (ρ. μτβ. και αμετβ.)
intiepidìre (ρ. μτβ. και αμετβ.) intirizzirsi (ρ.μ. (αντων.))
intiéro, intièro (αρσ. επίθ και ουσ) intirizzìto (επίθ.)
intignàre (ρ.αμτβ.) intisichìre (ρ. μτβ. και αμετβ.)
intignàrsi (ρ. μ. αμτβ.) intitolàre (ρ. μτβ.)
intimaménte (επίρ.) intitolarsi (ρ.μ. (αντων.))
intimàre (ρ. μτβ.) intitolazióne (θηλ.ουσ)
intimazióne (θηλ.ουσ) intoccàbile (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
intimidatòrio (επίθ.) intolleràbile (επίθ.)
intimidazióne (θηλ.ουσ) intollerabilità (θηλ.ουσ)
intimidìre (ρ.αμτβ.) intollerànte (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
intimidìre (ρ. μτβ.) intollerànza (θηλ.ουσ)
intimidirsi (ρ.μ. (αντων.)) intonacàre (ρ. μτβ.)
intimidìto (επίθ.) intonacatóre (ουσ αρσ )

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: