Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

congènere (επίθ.) congiunturàle (επίθ.)
congeniàle (επίθ.) congiunzióne (θηλ.ουσ)
congenialità (θηλ.ουσ) congiùra (θηλ.ουσ)
congènito (επίθ.) congiuràre (ρ.αμτβ.)
congèrie (θηλ.ουσ) congiuràto (αρσ. επίθ και ουσ)
congestionàre (ρ. μτβ.) conglobaménto (ουσ αρσ )
congestionarsi (ρ.μ. (αντων.)) conglobàre (ρ. μτβ.)
congestionàto (επίθ.) conglobazióne (θηλ.ουσ)
congestióne (θηλ.ουσ) conglomeràre (ρ. μτβ.)
congestizìo (επίθ.) conglomeràto (αρσ. επίθ και ουσ)
congettùra (θηλ.ουσ) conglomerazióne (θηλ.ουσ)
congetturàbile (επίθ.) congratulàrsi (ρ. μ. αμτβ.)
congetturàle (επίθ.) congratulazióne (θηλ.ουσ)
congetturàre (ρ. μτβ.) congrèga (θηλ.ουσ)
congiùngere (ρ. μτβ.) congregarsi (ρ.μ. (αντων.))
congiungiménto (ουσ αρσ ) congregazióne (θηλ.ουσ)
congiuntaménte (επίρ.) congregazionìsta (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
congiuntìva (θηλ.ουσ) congressìsta (ουσ αρσ και θηλ.)
congiuntivàle (επίθ.) congrèsso (ουσ αρσ )
congiuntivìte (θηλ.ουσ) congressuàle (επίθ.)
congiuntìvo (αρσ. επίθ και ουσ) congruaménte (επίρ.)
congiùnto (ουσ αρσ ) congruènte (επίθ.)
congiùnto (επίθ.) congruènza (θηλ.ουσ)
congiuntóre (ουσ αρσ ) congruità (θηλ.ουσ)
congiuntùra (θηλ.ουσ) còngruo (επίθ.)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: