Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


congiunzióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [konʤunˈtsjone]

1 σημείο συνένωσης
2 διασταύρωση
3 πρόταση αληθής αν όλα αληθή (λογικό και)
4 συνάντηση
5 σύνδεσμος
6 σύνδεση
7 τόπος συνάντησης
8 ένωση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  congiunturale congiura  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

congiunto (ουσ αρσ )
congiunto (επίθ.)
congiuntore (ουσ αρσ )
congiuntura (θηλ.ουσ)
congiunturale (επίθ.)
congiunzione (θηλ.ουσ)
congiura (θηλ.ουσ)
congiurare (ρ.αμτβ.)
congiurato (αρσ. επίθ και ουσ)
conglobamento (ουσ αρσ )
conglobare (ρ. μτβ.)
conglobazione (θηλ.ουσ)
conglomerare (ρ. μτβ.)
conglomerato (αρσ. επίθ και ουσ)
conglomerazione (θηλ.ουσ)
congratularsi (ρ. μ. αμτβ.)
congratulazione (θηλ.ουσ)
congrega (θηλ.ουσ)
congregarsi (ρ.μ. (αντων.))
congregazione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---