Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


conglomeràto  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [konglomeˈrato]

1 σύνθετη μάζα
2 συνένωση ετερόκλιτων στοιχείων
3 συμπαγές μείγμα
4 εταιρεία με δαιδαλώδη δράση
5 εταιρεία με πολλούς κλάδους
6 σωρός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  conglomerare conglomerazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

congiurato (αρσ. επίθ και ουσ)
conglobamento (ουσ αρσ )
conglobare (ρ. μτβ.)
conglobazione (θηλ.ουσ)
conglomerare (ρ. μτβ.)
conglomerato (αρσ. επίθ και ουσ)
conglomerazione (θηλ.ουσ)
congratularsi (ρ. μ. αμτβ.)
congratulazione (θηλ.ουσ)
congrega (θηλ.ουσ)
congregarsi (ρ.μ. (αντων.))
congregazione (θηλ.ουσ)
congregazionista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
congressista (ουσ αρσ και θηλ.)
congresso (ουσ αρσ )
congressuale (επίθ.)
congruamente (επίρ.)
congruente (επίθ.)
congruenza (θηλ.ουσ)
congruità (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---