Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcongressìsta
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [kongresˈsista] 1 σύνεδρος 2 παρευρισκόμενος 3 μέλος κογκρέσου 4 συμμετέχων permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |