Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcongruènza
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [kongruˈɛntsa] 1 συμφωνία 2 σύγκλιση 3 συνταύτιση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |