Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


congrèsso  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [konˈgrɛsso]

το συνέδριο, το κογκρέσο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  congressista congressuale  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

congrega (θηλ.ουσ)
congregarsi (ρ.μ. (αντων.))
congregazione (θηλ.ουσ)
congregazionista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
congressista (ουσ αρσ και θηλ.)
congresso (ουσ αρσ )
congressuale (επίθ.)
congruamente (επίρ.)
congruente (επίθ.)
congruenza (θηλ.ουσ)
congruità (θηλ.ουσ)
congruo (επίθ.)
conguagliare (ρ. μτβ.)
conguaglio (ουσ αρσ )
coniare (ρ. μτβ.)
coniatore (ουσ αρσ )
coniazione (θηλ.ουσ)
conica (θηλ.ουσ)
conicità (θηλ.ουσ)
conico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---