Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


coniazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [konjatˈtsjone]

1 παράσταση νομίσματος
2 κόψιμο νομίσματος
3 κατασκευή νομισμάτων ή μεταλλίων


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  coniatore conica  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

congruo (επίθ.)
conguagliare (ρ. μτβ.)
conguaglio (ουσ αρσ )
coniare (ρ. μτβ.)
coniatore (ουσ αρσ )
coniazione (θηλ.ουσ)
conica (θηλ.ουσ)
conicità (θηλ.ουσ)
conico (επίθ.)
conifere (θηλ. ουσ πληθ.)
conifero (επίθ.)
coniglicoltore (ουσ αρσ )
coniglicoltura (θηλ.ουσ)
conigliera (θηλ.ουσ)
coniglietta (θηλ.ουσ)
coniglio (ουσ αρσ )
conio (ουσ αρσ )
coniugale (επίθ.)
coniugare (ρ. μτβ.)
coniugarsi (ρ.μ. (αντων.))

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---