Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


coniugàle  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [konjuˈgale]

1 συζυγικός
2 έγγαμος
3 γαμήλιος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  conio coniugare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

coniglicoltura (θηλ.ουσ)
conigliera (θηλ.ουσ)
coniglietta (θηλ.ουσ)
coniglio (ουσ αρσ )
conio (ουσ αρσ )
coniugale (επίθ.)
coniugare (ρ. μτβ.)
coniugarsi (ρ.μ. (αντων.))
coniugato (ουσ αρσ )
coniugato (επίθ.)
coniugazione (θηλ.ουσ)
coniuge (ουσ αρσ και θηλ.)
connatale (επίθ.)
connato (επίθ.)
connaturale (επίθ.)
connaturalità (θηλ.ουσ)
connaturare (ρ. μτβ.)
connaturarsi (ρ.μ. (αντων.))
connaturato (επίθ.)
connazionale (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---