Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόconiugàto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [konjuˈgato] 1 έγγαμος άντρας 2 παντρεμένος άντρας coniugàto επίθετο Προσφορά I.P.A.: [konjuˈgato] 1 έγγαμος 2 παντρεμένος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |