Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


coniugazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [konjugatˈtsjone]

1 κλίση (γραμματική)
2 κλίση ρήματος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  coniugato coniuge  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

coniugale (επίθ.)
coniugare (ρ. μτβ.)
coniugarsi (ρ.μ. (αντων.))
coniugato (ουσ αρσ )
coniugato (επίθ.)
coniugazione (θηλ.ουσ)
coniuge (ουσ αρσ και θηλ.)
connatale (επίθ.)
connato (επίθ.)
connaturale (επίθ.)
connaturalità (θηλ.ουσ)
connaturare (ρ. μτβ.)
connaturarsi (ρ.μ. (αντων.))
connaturato (επίθ.)
connazionale (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
connessione (θηλ.ουσ)
connesso (αρσ. επίθ και ουσ)
connestabile (ουσ αρσ )
connettere (ρ. μτβ.)
connettersi (ρ. μ. αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---