Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόconnèsso, connésso
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [konˈnɛsso], [konˈnesso] 1 ενωμένος 2 συναφής 3 συνδεδεμένος 4 στενά συνδεδεμένος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |