Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόconnèttere, connéttere
ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [konˈnɛttere], [konˈnettere] (collegare) συνδέω connèttersi, connéttersi ρήμα μέσο αμετάβατο Προσφορά I.P.A.: [konˈnɛttersi], [konˈnettersi] 1 διασυνδέομαι 2 συνδέομαι permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |