Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


conopèo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [konoˈpɛo]

σκεύος τοποθέτησης αγιασμένου άρτου


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  conoide conoscente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

connubio (ουσ αρσ )
cono (ουσ αρσ )
conocchia (θηλ.ουσ)
conoidale (επίθ.)
conoide (ουσ αρσ και θηλ.)
conopeo (ουσ αρσ )
conoscente (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
conoscenza (θηλ.ουσ)
conoscere (ρ. μτβ.)
conoscersi (ρ. μ. αμτβ.)
conoscibile (αρσ. επίθ και ουσ)
conoscibilità (θηλ.ουσ)
conoscimento (ουσ αρσ )
conoscitivo (επίθ.)
conoscitore (ουσ αρσ )
conosciuto (ουσ αρσ )
conosciuto (επίθ.)
conquassare (ρ. μτβ.)
conquibus (ουσ αρσ )
conquidere (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---