Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


conquìdere  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [konˈkwidere]

1 δαμάζω
2 σκλαβώνω
3 εκπορθώ
4 κυριεύω
5 πορθώ
6 ανδραποδίζω
7 υποτάσσω
8 κατακτώ
9 καθυποτάσσω
10 εξανδραποδίζω
11 υποδουλώνω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  conquibus conquista  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

conoscitore (ουσ αρσ )
conosciuto (ουσ αρσ )
conosciuto (επίθ.)
conquassare (ρ. μτβ.)
conquibus (ουσ αρσ )
conquidere (ρ. μτβ.)
conquista (θηλ.ουσ)
conquistabile (επίθ.)
conquistador (ουσ αρσ )
conquistare (ρ. μτβ.)
conquistatore (ουσ αρσ )
conquistatore (επίθ.)
consacrabile (επίθ.)
consacrante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
consacrare (ρ. μτβ.)
consacrarsi (ρ. μ. αμτβ.)
consacrato (επίθ.)
consacratore (ουσ αρσ )
consacratore (επίθ.)
consacrazione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---