Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


conquistador  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [konkwistaˈdɔr]

κατακτητής Ισπανός Αμερικής


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  conquistabile conquistare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

conquassare (ρ. μτβ.)
conquibus (ουσ αρσ )
conquidere (ρ. μτβ.)
conquista (θηλ.ουσ)
conquistabile (επίθ.)
conquistador (ουσ αρσ )
conquistare (ρ. μτβ.)
conquistatore (ουσ αρσ )
conquistatore (επίθ.)
consacrabile (επίθ.)
consacrante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
consacrare (ρ. μτβ.)
consacrarsi (ρ. μ. αμτβ.)
consacrato (επίθ.)
consacratore (ουσ αρσ )
consacratore (επίθ.)
consacrazione (θηλ.ουσ)
consanguineità (θηλ.ουσ)
consanguineo (ουσ αρσ )
consanguineo (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---