Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


consacratóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [konsakraˈtore]

αυτός που καθοσιώνει ή επικυρώνει

consacratóre  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [konsakraˈtore]

1 ο του καθαγιασμού
2 ο της καθοσίωσης


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  consacrato consacrazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

consacrabile (επίθ.)
consacrante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
consacrare (ρ. μτβ.)
consacrarsi (ρ. μ. αμτβ.)
consacrato (επίθ.)
consacratore (ουσ αρσ )
consacratore (επίθ.)
consacrazione (θηλ.ουσ)
consanguineità (θηλ.ουσ)
consanguineo (ουσ αρσ )
consanguineo (επίθ.)
consapevole (επίθ.)
consapevolezza (θηλ.ουσ)
consapevolmente (επίρ.)
conscio (αρσ. επίθ και ουσ)
consecutiva (θηλ.ουσ)
consecutivamente (επίρ.)
consecutivo (επίθ.)
consegna (θηλ.ουσ)
consegnare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---