Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


consacràre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [konsaˈkrare]

1 καθαγιάζω
2 μυρώνω
3 εγκαινιάζω
4 αφοσιώνομαι
5 καθοσιώνω
6 καθιερώνω
7 αγιάζω
8 χειροτονώ
9 αφιερώνομαι

consacràrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [konsaˈkrarsi]

Αφοσιώνομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  consacrante consacrato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

conquistare (ρ. μτβ.)
conquistatore (ουσ αρσ )
conquistatore (επίθ.)
consacrabile (επίθ.)
consacrante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
consacrare (ρ. μτβ.)
consacrarsi (ρ. μ. αμτβ.)
consacrato (επίθ.)
consacratore (ουσ αρσ )
consacratore (επίθ.)
consacrazione (θηλ.ουσ)
consanguineità (θηλ.ουσ)
consanguineo (ουσ αρσ )
consanguineo (επίθ.)
consapevole (επίθ.)
consapevolezza (θηλ.ουσ)
consapevolmente (επίρ.)
conscio (αρσ. επίθ και ουσ)
consecutiva (θηλ.ουσ)
consecutivamente (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---