Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


consecutìva  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [konsekuˈtiva]

1 συνεχόμενο άρθρο (ή όρος)
2 συνεχόμενη συνδετική πρόταση αληθείας με και


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  conscio consecutivamente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

consanguineo (επίθ.)
consapevole (επίθ.)
consapevolezza (θηλ.ουσ)
consapevolmente (επίρ.)
conscio (αρσ. επίθ και ουσ)
consecutiva (θηλ.ουσ)
consecutivamente (επίρ.)
consecutivo (επίθ.)
consegna (θηλ.ουσ)
consegnare (ρ. μτβ.)
consegnatario (ουσ αρσ )
consegnato (ουσ αρσ )
consegnato (επίθ.)
conseguente (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
conseguentemente (επίρ.)
conseguenza (θηλ.ουσ)
conseguenziale (επίθ.)
conseguibile (επίθ.)
conseguimento (ουσ αρσ )
conseguire (ρ. μτβ. και αμετβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---