Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


consegnàto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [konseɲˈɲato]

τιμωρημένος σε περιορισμό στον στρατώνα

consegnàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [konseɲˈɲato]

Παραδοθείς


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  consegnatario conseguente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

consecutivamente (επίρ.)
consecutivo (επίθ.)
consegna (θηλ.ουσ)
consegnare (ρ. μτβ.)
consegnatario (ουσ αρσ )
consegnato (ουσ αρσ )
consegnato (επίθ.)
conseguente (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
conseguentemente (επίρ.)
conseguenza (θηλ.ουσ)
conseguenziale (επίθ.)
conseguibile (επίθ.)
conseguimento (ουσ αρσ )
conseguire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
consensivo (επίθ.)
consenso (ουσ αρσ )
consensuale (επίθ.)
consentaneamente (επίρ.)
consentaneità (θηλ.ουσ)
consentaneo (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---