ItalianoGreco


conseguìre  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [konseˈgwire]

1 ακολουθώ ως συνέπεια
2 είμαι συνέπεια
3 βολεύω
4 συνεπάγομαι
5 είμαι η συνέπεια
6 είμαι το αποτέλεσμα
7 πετυχαίνω
8 κατορθώνω
9 επιτυγχάνω
10 καταφέρνω
11 κερδίζω
12 επιτελώ


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---