Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


conseguìre  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [konseˈgwire]

1 ακολουθώ ως συνέπεια
2 είμαι συνέπεια
3 βολεύω
4 συνεπάγομαι
5 είμαι η συνέπεια
6 είμαι το αποτέλεσμα
7 πετυχαίνω
8 κατορθώνω
9 επιτυγχάνω
10 καταφέρνω
11 κερδίζω
12 επιτελώ


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  conseguimento consensivo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

conseguentemente (επίρ.)
conseguenza (θηλ.ουσ)
conseguenziale (επίθ.)
conseguibile (επίθ.)
conseguimento (ουσ αρσ )
conseguire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
consensivo (επίθ.)
consenso (ουσ αρσ )
consensuale (επίθ.)
consentaneamente (επίρ.)
consentaneità (θηλ.ουσ)
consentaneo (επίθ.)
consentimento (ουσ αρσ )
consentire (ρ.αμτβ.)
consentire (ρ. μτβ.)
consenziente (επίθ.)
consequenziale (επίθ.)
conserto (ουσ αρσ )
conserto (επίθ.)
conserva (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---